- λουλουδάκι
- τοτο μικρό λουλούδι, ανθάκι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λουλουδάκι — το μικρό λουλούδι, ανθάκι … Dictionary of Greek
ανθούλι — κ. αθούλι, το 1. το λουλουδάκι 2. το άνθος της κολοκυθιάς πριν ανοίξει τα πέταλά του 3. εξάνθημα, κυρίως των μικρών παιδιών 4. πληθ. λευκά στίγματα στην επιφάνεια του κρασιού μόλις αρχίζει να μετατρέπεται σε ξίδι 5. πληθ. μικρά μόρια ρετσινιού… … Dictionary of Greek
ζωχάρι — το το ποώδες φυτό θρίδαξ η φαρμακώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αραβ. zuhayr «λουλουδάκι»] … Dictionary of Greek
σιληνή — (σιληνή ή κρεμοκλαδής). Μονοετής πόα της οικογένειας των Καρυοφυλλιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυής στην Κρήτη και στις Μεσογειακές χώρες. Έχει βλαστούς χνουδωτούς, κατακείμενους με πυκνές διακλαδώσεις τα κατώτερα φύλλα είναι σπαθοειδώς αντωοειδή, τα … Dictionary of Greek